Μα, τέτοιο κράξιμο από την Καθημερινή; Μήπως στο τέλος δεν βγει και τόσο ...ατσαλάκωτος;
26/10/2008
ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: «Δεν είμεθα σχολιαστές του παρόντος»... (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ)
Υποθεσεις
Tου Παντελη Μπουκαλα
Υπάρχουν κι ευτυχισμένοι πολιτικοί, και μάλιστα της κυβερνητικής παράταξης. Κι ας πέφτουν βροχηδόν τα σκάνδαλα, κι ας πέφτουν τα ποσοστά του κόμματός τους, κι ας πέφτουν ολοένα και πιο καταθλιπτικά τα βάρη στην πλάτη των αδυνάμων, αυτοί, ασάλευτοι στο ύψος της μακαριότητάς τους, εμφανίζονται στην αγαπημένη τους τηλεόραση με ένα χαμόγελο που το ζηλεύουν σίγουρα οι διαφημιστές και με ένα λέγειν ακατάσχετο και ακατάσχετα ναρκισσευόμενο. Τυπικό παράδειγμα, ο κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, υπουργός Υγείας, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Τυγχάνει δηλαδή πολιτικός προϊστάμενος (ή υπεύθυνος, για να μετακινηθούμε σε μια γλώσσα με ήχο αλλά δίχως νόημα) σε έναν χώρο δεινώς ταλανιζόμενο, αν δεν με απατά η πείρα μου, ίδια ακριβώς με την πείρα αναρίθμητων Ελλήνων που χρειάστηκε κάποια στιγμή να τρέξουν στα νοσοκομεία, για τον εαυτό τους ή για πάσχοντα άνθρωπό τους: εξαντλητικές αναμονές λόγω του λειψού προσωπικού, εκνευρισμός, κάμποσες εξετάσεις «σε πέντε μήνες» κι άλλες έξω, σε ιδιωτικά εργαστήρια, μιας και υπάρχουν αξονικοί τομογράφοι αχρηστευμένοι από τον χρόνο και άλλοι απλώς αποθηκευμένοι, «μέχρι να ρθει ο Μόσκοβος, να φέρει το σεφέρι»· ένα χάος, όπου ακόμα δεν έχει εμφανιστεί θεός (ή έστω υπουργός - μεσσίας) για να του δώσει μορφή και ρυθμό.
Μολαταύτα... Μολαταύτα, «εμείς οι πολιτικοί δεν είμαστε σχολιαστές του παρόντος» είπε και ελάλησε τις προάλλες ο κ. Αβραμόπουλος, ο οποίος με την τωρινή θητεία του αποδεικνύει δύο τινά: Πρώτον, ότι ναι, θα μπορούσε να τα πάει χειρότερα και από ό,τι τα πήγε ως δήμαρχος Αθηναίων (δις - ή δυσ., όπως λέμε δυστυχώς), και ως υπουργός Τουρισμού. Και δεύτερον, ότι ακόμη και η χείριστη (όπως καταμαρτυρούν νοσηλευόμενοι και νοσηλευθέντες) θητεία του κ. Νικήτα Κακλαμάνη στο ίδιο υπουργείο, της Υγείας, δεν ήταν τελικά η χειρότερη δυνατή· αφύσικο και αγραμμάτιστο ή όχι, έχει εντέλει και το «χείριστος» παραθετικά, δεν είναι η οροφή (πυθμένας μάλλον) όπως νομίζαμε.
Επαιζε λοιπόν στην ασφαλή γυάλινη σκηνή τον οικείο του ρόλο του μειλίχιου και σώφρονος πολιτικού ο κ. Αβραμόπουλος, του «συναινετικού». Δεν ήταν παρά μία από τις συνήθεις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, οι οποίες λίγο απέχουν από το να χαρακτηριστούν παραστάσεις, μικρά θεατρικά όλο μελό και δοκησισοφία και χαμόγελο, να ένα χαμόγελο. Μόνο που, όπως άλλωστε και της κ. Ντόρας Μπακογιάννη, πρόκειται για ένα χαμόγελο που σχηματίζεται αποκλειστικά από το μυϊκό σύστημα του προσώπου, χωρίς καμία συμμετοχή του βλέμματος, και το οποίο το υπαγορεύουν οι ίματζ μέικερ, που έχουν βέβαια τους λόγους τους να εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πολιτική και εμπόριο προϊόντων δεν διαφέρουν σε πολλά.
Ενας πολιτικός, όπως ο κ. Αβραμόπουλος, που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του και αποσαφηνίζει σε υψηλό τόνο ότι «δεν είναι σχολιαστής του παρόντος», δεν χαλάει φυσικά λέξεις και σκέψεις παρά για βαθιές έννοιες όπως «πρωθυπουργική καταλληλότητα», «παράσταση νίκης», «λίστα δημοτικότητας» και τα συναφή. Επιπλέον, εφόσον ξεκαθαρίζει ότι «η κυβέρνηση έχει σχέδιο με βάθος χρόνου», μέγα βάθος, λογικό είναι να έχει την όρεξη να μιλήσει μόνο για τα υψηλά και τα σπουδαία, τα μελλοντικά, τα οραματικά. Τα σημερινά, τα ασήμαντα και τα τριμμένα δεν μπορεί και δεν πρέπει να απασχολούν τον στοχασμό του ούτε και να φαλκιδεύουν τον ελεύθερο χρόνο του, ο οποίος στην περίπτωση του υπουργού Υγείας μάλλον είναι αρκετός, αν κρίνουμε και από το γεγονός ότι διατηρεί στασίδι σε δέκα κανάλια και είκοσι ραδιόφωνα ταυτόχρονα, ενώ βεβαίως δεν λείπει ποτέ από κάθε είδους πανηγυρικές εκδηλώσεις. Ολόκληρο διάγγελμα είχε εκτοξεύσει προ καιρού καταπάνω μας όταν κήρυξε το τέλος του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, όταν δηλαδή παρουσίαζε το πεπαλαιωμένο σαν καινοφανές, το αναμενόμενο και υποχρεωτικό σαν ριζοσπαστικό και πρωτοποριακό και το ξένο σαν δικό του. Διότι, όπως θυμόμαστε, επρόκειτο απλώς για την υλοποίηση μιας απόφασης η οποία είχε ήδη ληφθεί, και μάλιστα από άλλον υπουργό· και δεν επρόκειτο καν για άμεση και άνευ όρων και ορίων υλοποίηση, αλλά για άνευ ουσιώδους λόγου και αυθεντικής αιτίας (πλην της επικοινωνιακής, εννοείται) ανακοίνωση ότι μια απόφαση ήδη και από άλλον ειλημμένη θα υλοποιηθεί σε τρία ή δεκατρία τέρμινα. Το μηδέν σαν θέμα και σαν θέαμα. Και σαν αφορμή για λιβανωτούς προς εαυτόν, για κείνη την ακίνδυνη αυτοδιαφημιστική φλυαρία που παριστάνει το έργο.
Για τις εντατικές όμως που παραμένουν σφραγισμένες δεν είχε και δεν έχει τίποτε να πει ο υπουργός (Υγείας, αν δεν με απατά η μνήμη μου)· κι ας πεθαίνουν χίλιοι πεντακόσιοι ή και δυο χιλιάδες άνθρωποι τον χρόνο (σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς) επειδή σε ώρα ακρότατου κινδύνου δεν βρίσκουν κλίνη σε εντατική. Γιατί δεν βρίσκουν; Επειδή, όπως είναι από χρόνια γνωστό ύστερα από δεκάδες ανακοινώσεις, καταγγελίες και συνεντεύξεις Τύπου (και όπως θα όφειλε λοιπόν να γνωρίζει ο κ. Αβραμόπουλος όχι ως υπουργός Υγείας αλλά έστω ως απλός πολίτης, αν βέβαια μπορεί να νιώσει έτσι), περί τις διακόσιες κλίνες εντατικών, πλήρως εξοπλισμένες, παραμένουν ανενεργές, κλειδωμένες, επειδή λείπει προσωπικό. Και δύο κινδυνεύοντες ασθενείς αν υποθέσουμε ότι μπορούν να βρουν σωτήρια βοήθεια σε μια τέτοια κλίνη (που αλλιώς πρέπει να την αναζητήσουν σε πανάκριβα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, εκτός πια και διαθέτουν πρόσβαση σε βουλευτή ή κομματάρχη), θα διαπιστώσουμε, ύστερα από τους σχετικούς πολλαπλασιασμούς (δύο ασθενείς το μήνα επί δώδεκα μήνες επί διακόσιες κλίνες, ίσον 4.800) ότι οι υπολογισμοί για τους δύο χιλιάδες που πεθαίνουν άδικα των αδίκων κάθε χρόνο είναι όντως μετριοπαθείς. Το ενδεχόμενο να μη σωθούν και οι 4.800, που θα πρόβαλλε κάποιος σοφιστής, δεν δίνει σε κανέναν το «θεϊκό» δικαίωμα να στερεί την πιθανότητα να σωθεί έστω και ένας. Κανείς δεν περισσεύει. Για κανέναν.
Τίποτε επίσης το δεσμευτικό και το συγκεκριμένο (αν έχει υπάρξει ποτέ οτιδήποτε συγκεκριμένο στην τόση ρητορεία του) δεν βρήκε δεν να πει ο κ. υπουργός για τα σαράντα νοσοκομεία, σε όλη την Ελλάδα, που θα κλείσουν σταδιακά τις εφημερίες τους από τις αρχές Νοεμβρίου. Τίποτε επίσης για τα νοσοκομεία που, όσο και αν πασχίζει το προσωπικό τους, αδυνατούν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους γιατί λείπουν άνθρωποι, μηχανήματα, φάρμακα. Οχι, «δεν είναι σχολιαστής του παρόντος» ο κ. Αβραμόπουλος. Θεατής του είναι, αφ’ υψηλού και εκ του μακρόθεν, σαν κάποιος που το ’χει αποφασίσει ότι συνομιλητής του δικαιούται να είναι μόνο η Ιστορία (κάτι τέτοιο δεν πίστευε και όταν ίδρυε το σχεδόν μονοπρόσωπο Κόμμα Ελεύθερων Πολιτών, τον καιρό εκείνο που εμφανιζόταν πεπεισμένος ότι «τα παραδοσιακά κόμματα έκλεισαν τον βιοϊστορικό τους κύκλο»;). Είναι όμως και καιροφυλακτών επίγονος, που γνωρίζει ότι συχνά στην πολιτική το καλύτερο εφόδιο για την αναρρίχηση δεν είναι η επιτυχία στα χαμηλότερα αξιώματα αλλά η αποτυχία, με την προϋπόθεση να την καλύπτει ο συνεχής αυτοπροπαγανδιστικός θόρυβος. Η ΕΙΝΑΠ πάντως, αφού κουράστηκε, όπως όλοι μας, να περιμένει υπουργική ανταπόκριση, βλέποντας ό,τι βλέπουμε όλοι πλην του υπουργού (και των συναδέλφων του βεβαίως και του προϊσταμένου του), αποφάσισε να προσφύγει στον Αρειο Πάγο. Συμβολικά. Αλλά τι καλό μπορεί να συμβολίζει το ότι χρειάζεται εισαγγελέας και για τα στοιχειώδη κια όχι μόνο για τα σκανδαλώδη; Και πότε επιτέλους θα ασχοληθούν οι κυβερνώντες με την «καθημερινότητα του απλού πολίτη», όπως εξαγγέλλουν δύο φορές τον μήνα; Την Κυριακή των εκλογών;