Γιατί έδωσα πρόγραμμα για όλο το Φλεβάρη
Οι ριζικές διαφωνίες με τον πυρήνα της so-called Συλλογικής Σύμβασης έχουν εκτεθεί πιο παλιά. Μόνο να θυμηθούνε οι νοσοκομειακοί πολιτειολόγοι ότι Δημοκρατία (δεν ξέρω πόσο πρέπει να την ανακατεύουμε με την επιστημονική δουλειά) σημαίνει να εκλέγουν οι από κάτω τους από πάνω και όχι το αντίστροφο. Αν, π.χ., λέγαμε να εκλέγουμε τον περίφημο Δ/ντή Ιατρικής Υπηρεσίας όλοι οι γιατροί του Νοσοκομείου, τότε ίσως μιλούσαμε και για Δημοκρατία.
Το επίσης so-called Κίνημα είδαμε ότι έμπαζε αλλά παραδεχθήκαμε ότι δεν μπορούμε να γίνουμε αγωνιστές από τη μια μέρα στην άλλη. Περιμέναμε όμως μια συνέχεια.
Η μορφή αγώνα που διαλέξαμε αποδείχτηκε ‘καταφανώς αναποτελεσματική’, πρώτα γιατί κανείς δεν βρέθηκε να κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά του γάτου (να θυμηθούμε Ξάνθη, Πτολεμαΐδα, και φυσικά καμία μομφή για κανέναν), αλλά το κυριότερο γιατί δεν είχε τη στοιχειώδη οργάνωση (π.χ. εκ περιτροπής εφημερία γειτονικών νοσοκομείων) και την απαραίτητη κοινωνική συμμαχία (να ενημερώσουμε τους συμπολίτες μας τι είναι αυτό που κάνουμε και τι είναι αυτά που ζητάμε). Να θυμίσουμε και την τελευταία παράγραφο της γνωμοδότησης του κ. Καζάκου.
Προσωπικά, δεν θέλω να έρθει ποτέ αυτό το memorandum στη Βουλή. Ούτε τα πόσα κατοστάρικα παραπάνω δεν θέλω. Τα μηνύματα του τύπου ‘πού είναι η σύμβαση’ των δυο τελευταίων μηνών, από τη δική μου πλευρά (συγχωρήστε μου το πρώτο ενικό) είχανε στόχο να καταδειχτεί η απάτη: ένα ψέμα λέγεται για να καλύψει ένα άλλο και μετά αυτό πάλι πρέπει να καλυφτεί από ένα τρίτο. Από ψυχολογικής πλευράς, η δημιουργία του κλίματος ‘πού είναι η σύμβαση’ έχει τον κίνδυνο να ξεχάσουμε τι έλεγε αυτή και να αδημονούμε για την έλευσή της στο Κοινοβούλιο, ουσιαστικά λαχταρώντας τα ζεστά λεφτά (αν τα δούμε κι αυτά και δεν περικοπούν με εκείνα τα ύποπτα ‘πρότυπα εφημέρευσης’): ας έρθει επιτέλους αυτή η σύμβαση και ό,τι θέλει ας είναι. Α, ξέχασα, και το ταμπελάκι ‘Διευθυντής’ (εδώ χωράει πολλή …ψυχανάλυση)
Θα περίμενα –ίσως- την ψήφιση στη Βουλή, με τις εξής προϋποθέσεις:
Αν συνεχιζόταν η κουβέντα που άνοιξε τότε και επεκτεινόταν. Αντί αυτών, επικράτησε μια εκκωφαντική ησυχία και κάτι ανερμάτιστες προτάσεις, που πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκαν, ‘άρες μάρες κουκουνάρες’.
Αν προβλέπαμε τις εξελίξεις και προετοιμαζόμασταν έγκαιρα για την αποτελεσματική μορφή αντίδρασης. Αντί αυτών, βλέπουμε πάλι εκτυπώσιμες αφίσες με κλειδαριές, αμπάρες και ρολόγια που μετράνε ανάποδα (λες και η Βουλή είναι πολεμικό συμβούλιο και θα ψηφίσει ένα από τα πιο ακριβά νομοσχέδια της χρονιάς σε δέκα μέρες).
Αν ήταν εγγυημένο ότι κάπου μες τη χρονιά θα σταματούσα τις 17 εφημερίες. Έστω, να κάνω 15 φέτος, 13 του χρόνου και 11 του παραχρόνου, πάλι ευχαριστημένος θα ήμουνα. Αν ήταν σίγουρο ότι ο Εργοδότης θα μπορούσε να ‘εξαναγκαστεί’ σε νέο διάλογο για νέα συμφωνία. Αντί αυτών, βλέπω τις 17 να έρχονται καταπάνω μου με δρασκελιές, είτε ψηφιστεί είτε όχι, και τίποτε δεν μου λέει ότι αυτό που δεν καταφέραμε φέτος θα το πετύχουμε του χρόνου. Αν από φέτος παρακαλάμε τον Αλέκο και την Αλέκα για να μας βγούνε τα κουκιά, για ποιες συλλογικές διαπραγματεύσεις μιλάμε;
Ωστόσο, ακόμα περιμένω:
Τους πεφωτισμένους καθοδηγητές να μας πούνε την αλήθεια για το νομικό πλαίσιο στο οποίο είμαστε περιορισμένοι να κινηθούμε. Και μόνο την αλήθεια.
Τη στροφή σε μορφές αγώνα απλές και πρακτικές. Αν υπάρχει έστω και η βάση για κίνημα, θα φανεί εκεί, όχι στην τσόχα.
Τον καθορισμό σαφών στόχων με ρήτρες εγγύησης και σίγουρους όρους για τον χρόνο εργασίας.
Μετά, θα το σκεφτώ.