Ο Κόναν πληροφορείται ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ένα παλάτι μέσα στο οποίο κατοικεί ο γέροντας που κατέχει την απόλυτη Σοφία της ζωής. Ζαλώνεται, λοιπόν, την ασπίδα, γραπώνει τη σπάθα, φοράει το γούνινο σωβρακάκι του και ξεκινάει για το βουνό.
Περνάει την Έρημο της Δίψας, διασχίζει το Φαράγγι Χωρίς Τελειωμό, αφήνει πίσω του το Πηγάδι των Χιλίων Ευχών, δρασκελίζει την Οροσειρά της Λήθης και μετά από μια μυθική πορεία εκατό ημερών στην Τούνδρα των Χαμένων Ελπίδων, φτάνει στους πρόποδες του Βουνού της Σοφίας. Σηκώνει το βλέμμα του και στην κορυφή του βουνού, μέσα στα σύννεφα, αντικρύζει το κάστρο του Σοφού να φωτίζεται από τις αστραπές.
Αρχίζει την ανάβαση, η θέληση του τον ατσαλώνει, τα μπράτσα σφίγγονται, οι φλέβες τινάζονται, το γούνινο σωβρακάκι του τον προστατεύει απ' το κρύο.
Βρυχάται όταν, κουρασμένος από την ανάβαση, πατάει στο πλάτωμα της κορυφής και βλέπει τους πανύψηλους, γρανιτένιους τοίχους να ορθώνοται απροσπέλαστοι μπροστά του. Η σιδερένια πύλη είναι κλειστή, αλλά την γκρεμίζει βρυχόμενος με ένα χτύπημα της ασπίδας του. Η επόμενη πόρτα, πιο βαριά, απαιτεί πιο δυνατό χτύπημα. Η τρίτη, ατσάλινη, πέφτει μετά απ'το δεύτερο χτύπημά του. Η τελευταία βαριά πόρτα από τιτάνιο σωριάζεται με κρότο καθώς ο βρυχηθμός του Κόναν σπάει τη σιωπή της ψυχρής κυκλικής αίθουσας, όπου ο γέροντας καθισμένος στον θρόνο του, συλλογίζεται με τα δάχτυλα ενωμένα κάτω απ'το πηγούνι του. Συνολικά, μέχρι να φτάσει στον γέροντα, ο Κόναν γκρέμισε τέσσερις πόρτες.
Ο Κόναν πλησιάζει το κέντρο της αίθουσας και ακουμπάει τα όπλα του μπροστά στα πόδια του Σοφού. Απόλυτη σιωπή βασιλεύει στην αιώνια αίθουσα.
- Ρησπέκτ, γέροντα. Μου είπαν ότι κατέχεις το μυστικό των μυστικών.
- Υπάρχουν και τα πόμολα, Κόναν.
- Μιλάς με γρίφους, γέροντα...