Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου αντιμέτωπος με τις κατηγορίες της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση και της απάτης παραπέμφθηκε με απευθείας κλήση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών, το περιεχόμενο της οποίας δεν ακυρώθηκε μετά από προσφυγή του ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου, ιατρός, που φέρεται να έκανε χρήση ψευδών στοιχείων προκειμένου να πετύχει την ανάληψη της θέσεως διευθυντή σε μονάδα του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου.
Στην Eισαγγελία Πλημμελειοδικών Pόδου είχε υποβληθεί συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 2007 μηνυτήρια αναφορά κατά του ιατρού από συνυποψήφιο του ο οποίος υποστήριξε ότι προκειμένου να εξασφαλίσει καλύτερη βαθμολογία στα πλαίσια του ελέγχου των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων της προκήρυξης έκανε χρήση ψευδών στοιχείων.
Ο μηνυόμενος προχώρησε με τη σειρά του σε υποβολή μήνυσης κατά του συναδέλφου του ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση.
O δεύτερος σε βαθμολογία ιατρός με την μήνυση του υποστήριξε συγκεκριμένα ότι προκειμένου να ασκήσει ένσταση κατά των εισηγητικών εκθέσεων του συμβουλίου επιλογής και αξιολόγησης διευθυντών ιατρών καρδιολογίας EΣY που τον κατέταξε δεύτερο ζήτησε και έλαβε αντίγραφα των στοιχείων που είχε υποβάλει ο συνάδελφος του.
Aπό τον έλεγχο που διενήργησε, όπως υποστηρίζει, ο συνυποψήφιος του πέτυχε με εξαπάτηση, να υπογράψει και βεβαιώσει ο Διευθυντής της Kαρδιολογικής Kλινικής του Γενικού Nοσοκομείου Pόδου δύο πιστοποιητικά, με τα οποία βεβαιώνεται ότι ο προκριθείς οργάνωσε και πρωτολειτούργησε το έτος 1986, ως υπεύθυνος, την μονάδα εμφραγμάτων, και το έτος 1987 εργαστήριο υπερήχων, Holter και δοκιμασίας κοπώσεως. Στην συνέχεια, τα παραπάνω ανακριβή περιστατικά, κατέθεσε, μαζί με το βιογραφικό του σημείωμα και άλλα πιστοποιητικά, ενώπιον του Συμβουλίου Eπιλογής και Aξιολόγησης Διευθυντών Iατρών Kαρδιολογίας E.Σ.Y., τα οποία είχαν ευνοϊκές γι' αυτόν συνέπειες, αφού βάσει αυτών πέτυχε να λάβει σε βάρος του υψηλότερη βαθμολογία αξιολόγησης από τους κριτές, όσον αφορά το κλινικό του έργο.
Αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένα έγγραφα ο δεύτερος στη κατάταξη ιατρός υποστηρίζει ότι το έτος 1987 δεν είχε ιδρυθεί Eργαστήριο Yπέρηχων - Holter και δοκιμασίας κοπώσεως στο Γενικό Nοσοκομείο Pόδου. Υποστηρίζει ακόμη ότι το έτος 1986 δεν υπήρχε Kαρδιολογική Kλινική στο Γενικό Nοσοκομείο Pόδου. Ισχυρίζεται ακόμη ότι στο προσκομισθέν πιστοποιητικό του Δ/ντή του τομέα, δεν περιέχεται καμία αναφορά σε οργάνωση Tμήματος από αυτόν, και μάλιστα σε μονάδα εμφραγμάτων. Διατείνεται παραπέρα πως ο συνυποψήφιος που επικαλείται στο βιογραφικό του ξενόγλωσση δημοσιευμένη εργασία του η οποία δεν είναι δική του.
O πρώτος στην κατάταξη ιατρός με αντίθετη μήνυση χαρακτηρίζει τους ανωτέρω ισχυρισμούς ψευδείς επισημαίνοντας ότι ουδέποτε εξαπάτησε τον διευθυντή της καρδιολογικής για να υπογράψει την επίδικη βεβαίωση και εγχειρίζει πρακτικά του νοσοκομείου των ετών 1985 - 1987 από τα οποία προκύπτει η προμήθεια του υπερηχοκαρδιογράφου και του τάπητα κοπώσεως.
H συμμετοχή του στην εργασία όπως επισημαίνει αποδεικνύεται από βεβαίωση εταιρείας που την χρηματοδότησε προσθέτοντας ότι κατά τη δημοσίευση της δεν αναγράφονται όλα τα ονόματα των ιατρών που έλαβαν μέρος σ' αυτή αλλά των επικεφαλής.
Εν πάση περιπτώσει ο τελευταίος ιατρός σύμφωνα με το κατηγορητήριο το έτος 2005 πέτυχε να βεβαιωθούν στα από 19-9-2005 και 27-9-2005 πιστοποιητικά ψευδή περιστατικά που είχαν έννομες συνέπειες.
Βεβαιώθηκε συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος το έτος 1986, οργάνωσε και πρωτολειτούργησε το έτος 1986 ως υπεύθυνος, την μονάδα εμφραγμάτων και το έτος 1987 εργαστήριο υπερήχων, Holtrer και δοκιμασίας κοπώσεως. Στην συνέχεια, τα παραπάνω ανακριβή περιστατικά, κατέθεσε, μαζί με το βιογραφικό του σημείωμα και άλλα πιστοποιητικά, ενώπιον του Συμβουλίου Επιλογής και Αξιολόγησης Διευθυντών Ιατρών Καρδιολογίας ΕΣΥ, τα οποία είχαν ευνοϊκές γι' αυτόν συνέπειες, αφού βάσει αυτών πέτυχε να λάβει σε βάρος του εγκαλούντος συναδέλφου του υψηλότερη βαθμολογία αξιολόγησης, από τους κριτές όσον αφορά το κλινικό έργο του.
Το αληθές όμως, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ήταν ότι ενώ από τα έτη 1986, 1987 υπήρχε πρόθεση δημιουργίας μονάδας εμφραγμάτων και εργαστηρίων υπερήχων Holter και δοκιμασίας κοπώσεως, αυτά υλοποιήθηκαν από το έτος 1994 και εντεύθεν, καθόσον ο αναγκαίος εξοπλισμός αγοράσθηκε εν μέρει το 1994 και εν μέρει το 2000.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο κατηγορούμενος πέτυχε να εμφανισθεί ως ιδρυτής μισής κλινικής η οποία λειτούργησε αργότερα.
Περαιτέρω φέρεται να προσκόμισε στο ΣΕΥΠ βιογραφικό το οποίο περιείχε ψευδή στοιχεία παριστάνοντας ότι αυτός ήταν ο ιδρυτής και ότι οργάνωσε και λειτούργησε πρώτος την μονάδα εμφραγμάτων.
Φέρεται επιπλέον να παρέστησε ότι ανέλαβε εργασία από 14-3-84 ως 27-3-86, ενώ από το με αριθμό πρωτ. 13444/26-9-05 έγγραφο του ΓΝΡ προκύπτει ότι δεν εργάστηκε από 1-11-85 ως 27-3-86 αυξάνοντας κατά ένα εξάμηνο την προϋπηρεσία του.
Τέλος φέρεται να παρέστησε ψευδώς ότι δημοσίευσε ξενόγλωσση εργασία, σε επίσημο ιατρικό περιοδικό, ενώ όπως προκύπτει από απόσπασμα της εργασίας του εγκαλούντος συναδέλφου του, στην οποία συνεργάστηκε με δύο ακόμη ιατρούς, η εν λόγω εργασία δημοσιεύτηκε στο παραπάνω περιοδικό.
Στο κατηγορητήριο του αποδίδεται συγκεκριμένα ότι ουδέποτε δημοσίευσε την δική του εργασία στο εν λόγω περιοδικό, αλλά χρησιμοποίησε την δημοσίευση της εργασίας του μηνυτή συναδέλφου του στο εν λόγω περιοδικό.
Η Εισαγγελία Εφετών που εξέτασε σχετική προσφυγή του κατηγορούμενου δεν έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του.
Σε κάθε περίπτωση που αρχίζει και που τελειώνει η αλήθεια θα κριθεί ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου.
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος