Ο όρος ομερτά
Ίσως το ελληνικό ανάλογο θα μπορούσε να αποδοθεί με τον ιδιωματισμό "τάφος", με την έννοια ότι κάποιος δεν μαρτυρά ένα μυστικό και το παίρνει στον τάφο του.
Τάφος επίσης λέγεται και μια μεγάλη λακούβα από αυτές που συναντούμε στους επαρχιακούς ελληνικούς δρόμους και που είναι αδύνατο να τις διακρίνουμε τη νύχτα λόγω του ελλιπούς φωτισμού.
Κατά το γλωσσάρι των ιδιωματισμών της ελληνικής του Πέτρου Πικρού,
τάφος στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι το χρηματοκιβώτιο. Δεν είναι σίγουρο αν ο σημερινός υπόκοσμος χρησιμοποιεί τον όρο - πάντως, για όσους κάνουν μεγάλες καταθέσεις λέγεται κατά κόρον το «τα θάβουν» [συνώνυμο: τα κάνουν μασούρια]. Επίσης, το χρήμα σε μορφή τραπεζικής κατάθεσης θεωρείται «νεκρό χρήμα», σε αντίθεση με το «ζωντανό», το ρευστό, αυτό που «γυρίζει» / «κυκλοφορεί».
Άλλα γκρεκοανατολίτικα συνώνυμα της "ομερτά" είναι το τουμπεκί (
+ ψιλοκομμένο), μούγκα στη στρούγγα, τουμπεκί στο μαντρί, (κατάπιε το επάρατο) μόκοτο, σους δε μπε κ.α.