Η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου(εννοώντας σε αυτή την περίπτωση την εμπορική ονομασία) εξαρτάται, κυρίως, από δύο παράγοντες.
Ο ένας είναι, σίγουρα, ο ασθενής και η φυσιοπαθολογική του κατάσταση και ιδιοσυγκρασία. Είναι γενικά αποδεκτό και αποδεδειγμένο ότι ο ασθενής, ως δυναμική και όχι στατική οντότητα, μεταβάλλεται διαρκώς και με ακαθόριστο τρόπο. Άρα, ακόμη και το ίδιο φάρμακο δεν μπορεί να έχει επάνω στον ίδιο ασθενή ποτέ τα ίδια αποτελέσματα μέσα στη διάσταση του χρόνου. Άρα μπορώ να δώσω στον ασθενή φάρμακο για παραπάνω από ένα μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να ελέγχω τα μεσοδιαστήματα;
Ο έτερος παράγοντας είναι η ποιότητα του ίδιου του φαρμάκου. Και εδώ είναι βέβαιο ότι ακόμη και για το ίδιο φάρμακο δεν μπορεί να διασφαλιστεί η απόλυτη ταύτιση δύο εμβαλαγίων(ιδιοσκευασμάτων) τόσο μέσα στην ίδια παραγωγική μονάδα(παρτίδα) όσο και ανάμεσα σε διαφορετικές παρτίδες. Πολύ περισσότερο, βέβαια, δεν δύναται να υπάρξει απόλυτη ταύτιση μεταξύ διαφορετικών μονάδων παραγωγής και χημικών συστατικών(π.χ. έκδοχα). Επιπλέον, για την ποιότητα του φαρμάκου, εγγυάται η «ελεγκτική» επιτροπή. Μπορούμε, ως ιατροί, να ελέγχουμε ένα-ένα εμβαλάγιο; Είναι ασφαλής η «κρίση» της όποιας «ελεγκτικής» επιτροπής;
Κατά προσωπική άποψη, τα παραπάνω ερωτήματα για να απαντηθούν απαιτούν τον προκαθορισμό της σκεπτιστικής οδού, ειδάλλως θα μας οδηγήσουν σε εκ διαμέτρου διαφορετικές απαντήσεις με αποτέλεσμα την μη απάντησή τους.
Αν απαντήσουμε βάσει της νομικής οδού και της ιστορικά κοινωνιολογικής τεχνογνωσίας, τότε καταλήγουμε τάχιστα στο συμπέρασμα ότι όλα τα όμοια φάρμακα είναι, στατιστικώς, ισοδύναμα και οι ελεγκτικές επιτροπές διασφαλίζουν αυτή την ισοδυναμία. Επίσης, ανεξάρτητα από την κοινώς αποδεχόμενη άποψη ότι ο ασθενής είναι δυναμική και όχι στατική οντότητα, είμαστε καθόλα νομότυποι να δίνουμε σε ασθενή φάρμακο για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ενδιάμεσους ελέγχους.
Στην περίπτωση που οι απαντήσεις μας βασιστούν σε παραφυσικό και γενικώς φιλοσοφικό ιντετερμινιστικό ιδεολόγημα, τότε τα πράγματα γίνονται χαοτικά και δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση, πολύ δε περισσότερο σύγκλιση απόψεων. Θα πρέπει διαρκώς, ο ιατρός-θεραπευτής, να παρακολουθεί τόσο την ποιότητα του κάθε εμβαλαγίου όσο και την φυσιοπαθολογική κατάσταση του ασθενούς, ελέγχοντας και μεταβάλλοντας τις παρεμβάσεις του, επάνω στον ασθενή, ανά απείρως μικρά χρονικά διαστήματα.
Πιστεύω ότι και οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις δεν οδηγούν πουθενά και κινούνται εκτός φυσικών και ηθικών ορίων, σε ότι αφορά την ρεαλιστική και συνάμα φθαρτή συμπαντική υπόσταση. Σίγουρα ο ασθενής είναι δυναμική οντότητα αλλά σε μακροσκοπικό, και όχι σε μικροσκοπικό ή κβαντικό επίπεδο, πολλές δυναμικές καταστάσεις της φυσιοπαθολογίας του τείνουν να ομοιάσουν με στατικές, για διάφορα χρονικά διαστήματα ανά περίπτωση. Άρα, πάντα ανά περίπτωση, ο ιατρός κρίνει(μακροσκοπικά) το ασφαλές διάστημα χορήγησης φαρμάκου χωρίς ενδιάμεσο έλεγχο. Σχετικά με τους ελέγχους και την ποιότητα του φαρμάκου, πρακτικά είναι αποδεδειγμένο και παραδεδεγμένο ότι η όλη διαδικασία είναι υπολειμματική. Αφού, λοιπόν, κανείς ιατρός δεν γνωρίζει ποιο φάρμακο και κατά πόσο είναι το καλύτερο, χρησιμοποιεί αυτό που ήδη γνωρίζει ως αποτελεσματικό(πάντα μακροσκοπικά) μέσω της εμπειρικής διαδικασίας τόσο δικής του όσο και έμπιστων και αξιόπιστων συναδέλφων. Βέβαια, πάντα ο ιατρός πρέπει να βρίσκεται σε επαφή με τους ασθενείς του και σε εγρήγορση προκειμένου να αντιληφθεί απόκλιση εκ του αναμενόμενου αποτελέσματος.
Μην ξεχνάμε, τέλος, ότι σπάνια ο ασθενής(όπως και ο ιατρός ως άνθρωπος) τηρεί τα προβλεπόμενα και δέοντα με συνέπεια την μερική ή και καθολική αλλοίωση του προσδοκώμενου αποτελέσματος μίας θεραπευτικής αγωγής, προστιθέμενης και της φθαρτής ανθρώπινης οντότητας.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι το καλύτερο είναι ο ιατρός να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει το φαρμακευτικό σκεύασμα που θα χορηγήσει, ως θεραπευτικό μέσο, στον ασθενή. Ακόμη και η συσκευασία που περιλαμβάνει το φάρμακο μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά τόσο τον ιατρό όσο και τον ασθενή με απροσδόκητα, πολλές φορές αποτελέσματα. Γι'αυτό το λόγο, στην αρχή του κειμένου, έγραψα για δύο κύριους παράγοντες. Διότι υπάρχουν αρκετοί ακόμη που μπορεί να μην επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό αλλά σίγουρα συμβάλλουν στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας μίας θεραπείας. Και επειδή δεν είμαι υπέρμαχος της υπερσυνταγογράφησης ή της ανταποδοτικής συνταγογράφησης, πιστεύω ότι υπάρχουν πλείστοι άλλοι τρόποι πάταξης των προαναφερθέντων άνομων και, προπάντων, ανήθικων καταστάσεων.
Ευχαριστώ και Καλό Δεκαπενταύγουστο.