Επειδή στις προηγούμενες ανακοινώσεις αναφέρονται οι όροι mark-up και margin, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη επεξήγηση για όσους από εμάς δεν γνωρίζουμε καλά οικονομικά μαθηματικά, σκέφτηκα να κάνω μία μικρή αναφορά στα βασικά σημεία της θεωρίας της "οικονομίας επιχειρήσεων". Τουλάχιστον να μπορούμε να παρακολουθούμε με μεγαλύτερη ευκολία τις "συζητήσεις" επί οικονομικών θεμάτων μέσα στο φόρουμ. Ως αδαής στο θέμα άντλησα τα παρακάτω στοιχεία από διάφορες ιστοσελίδες. Παρακαλώ όπου έχω λάθη να τα διορθώσετε.
Ευχαριστώ.
Όταν η τιμή πώλησης είναι ΤΠ=10€ και η τιμή κόστους είναι ΤΚ=8€ το mark-up% είναι 25%
Μαθηματικός τύπος για mark-up%: markup=(ΤΠ/ΤΚ)-1
Ο μαθηματικός τύπος δίνει το πόσο τοις εκατό επιβαρύνουμε το κόστος αγοράς για να πάμε στην τιμή πώλησης, το πόσο πάνω στο κόστος θέλουμε να κερδίσουμε, πάνω στα λεφτά που δίνουμε.
Στην περίπτωση που το περιθώριο κέρδους, το πόσο κέρδος εμπεριέχεται στην τιμή πώλησης το margin % δίνεται από τον μαθηματικό τύπο:
margin=(ΤΠ–ΤΚ)/ΤΠ
Όσο πιο υψηλό mark-up% βάζουμε επί του κόστους αγοράς των εμπορευμάτων τόσο πιο πολύ κερδίζουμε, αλλά τόσο πιο υψηλή τιμή πώλησης διαμορφώνεται και γίνεται πιο δύσκολη η πώληση. Μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα σε σχέση με το πόσο αγοράζουμε και πόσο τελικά πουλάμε έχουμε κάποιο m% σε μέσο όρο, που δίνεται από πηλίκο του συνολικού margin(Μ) δια του συνόλου των πωλήσεων) ή τζίρου. Το Μ δίνει το πόσο μένει από τον τζίρο(«πληρωμένοι» οι προμηθευτές), τι μένει αν αφαιρέσουμε από τον τζίρο όσα χρειάζονται για να ξαναβάλουμε στην θέση τους τα εμπορεύματα που πουλήθηκαν και έγινε αυτός ο τζίρος.
Προφανώς από το Μ θα καλυφτούν τα γενικά έξοδα και όχι από τις πωλήσεις. Γι΄αυτό, ενώ είναι απαραίτητο να κάνουμε πωλήσεις, αυτό από μόνο του δεν φτάνει.
Πρέπει οι πωλήσεις να αφήνουν κάτι αφού καλυφτεί το κόστος τους, να αφήνουν μεικτό κέρδος(ΜΚ), δηλαδή ένα ποσό από το οποίο θα καλυφτούν τα γενικά έξοδα(ΓΕ) και θα μείνει το καθαρό κέρδος(ΚΚ). Επειδή τα ΓΕ τρέχουν με τον χρόνο, μας ενδιαφέρει μέσα σε μια περίοδο που για να λειτουργεί η Επιχείρηση επιβαρύνεται με κάποια ΓΕ, μέσα στην ίδια περίοδο τι μεικτά κέρδη(ΜΚ) κάνει. Από αυτά μείον τα γενικά έξοδα(ΓΕ) που έχουν τρέξει την ίδια περίοδο θα μείνει το ΚΚ. Τα ΓΕ τρέχουν με τον μήνα, ανεξάρτητα από την πορεία των πωλήσεων. Εξαρτώνται από το μέγεθος του μαγαζιού, τον αριθμό των εργαζομένων από τις αμοιβές τους κλπ.
Το ΜΚ εξαρτάται από το πόσες είναι οι πωλήσεις και πόσο πλούσιες είναι. Από το πόσο εμπόρευμα πουλάμε, από το πόσο φθηνά κατορθώνουμε να αγοράζουμε και πόσο ακριβά μας επιτρέπει ο ανταγωνισμός να πουλάμε. Από το πόσο οργανωμένοι είμεθα στις αγορές και από το πακέτο που προσφέρουμε(service, πιστώσεις κλπ).
Τα ΚΚ περιόδου αναφέρονται στην περίοδο κατά την οποία κάνουμε τις τεμαχιακές πωλήσεις(π). Μέσα στον χρόνο t, πουλάμε π τεμάχια από διάφορα εμπορεύματα με περιθώριο m ανά τεμάχιο(ως ΤΠ–ΤΚ) και αθροίζοντας κατάλληλα έχουμε το συνολικό περιθώριο ΜΚ περιόδου(m*π) το οποίο θα πρέπει να συγκριθεί με τα γενικά έξοδα(ΓΕ) της ίδιας περιόδου για να υπολογιστεί το ΚK περιόδου(ως ΜK – ΓΕ).
Το margin m του κάθε εμπορεύματος διαμορφώνεται και από την τιμή που το πουλάμε(ΤΠ), αλλά και από την τιμή που το αγοράζουμε ΤΚ(αφού είναι ΤΠ–ΤΚ=m), που επηρεάζεται από την ποσότητα που αγοράζουμε(π), για να πουλήσουμε που επηρεάζεται από την ΤΠ.
Αν πουλάμε πολύ φθηνά πουλάμε πολύ αλλά δεν μένει κέρδος. Θα πρέπει λοιπόν για να μην είμεθα απλοί διακινητές εμπορευμάτων, εισπράκτορες για λογαριασμό άλλων, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε τιμές αγοράς, τιμές πώλησης ανταγωνιστικές για να μπορούμε να πουλάμε και να φροντίζουμε να αγοράζουμε φθηνά και αξιοποιούμε με την οργάνωσή μας στον μέγιστο βαθμό τις πάγιες υποδομές, υλικές(χώρους, μεταφορικά μέσα κλπ) και ανθρώπινες( εργαζόμενους) που συνεπάγονται τα ΓΕ.