Health Daily (HD), 17-10-2013.
Συνέντευξη του Βασίλειου Κοντού, Κοσμήτορα της Εθνικής Σχολής ∆ημόσιας Υγείας.
« OΣΟ ∆ΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ «Υ∆ΡΟΚΕΦΑΛΕΣ» ∆ΟΜΕΣ ΠΦΥ, ΤΟΣΟ ΘΑ ∆ΥΝΑΜΙΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ»
[spoiler]HD: Κατά γενική ομολογία η παρούσα εποχή είναι ιδιαίτερα δύσκολη,
τόσο για την εκπαίδευση όσο και για την υγεία. Για ένα τόσο δύσκολο
μείγμα χρειάζεται ταυτόχρονα στρατηγική και όραμα. Ποια είναι η
στρατηγική και παράλληλα ποιο το όραμα για την ΕΣ∆Υ, την εκπαίδευση
και την προαγωγή της υγείας;
Το πρόβλημα με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι σύνθετο. Πολλά ιδρύματα
δεν έχουν αποσαφηνίσει τι είδους παιδεία επιδιώκουν να παράσχουν, με βάση
το γεγονός ότι απώτερος στόχος είναι να δημιουργήσουν καλύτερους πολίτες
και δευτερευόντως καλύτερους επαγγελματίες. Ιδίως στο θέμα της Υγείας, η
οποία αντιμετωπίζει κρίση, δεν θα πρέπει να μιλάμε πια για επαγγελματίες,
δηλαδή καλούς εκτελεστές κάποιων έργων, αλλά να επαναφέρουμε την
έννοια «λειτουργός». H λέξη αυτή ενέχει την ιδιαίτερη αυτή ευθύνη, την τόσο
σημαντική για τον ευαίσθητο χώρο της Υγείας.
Όσο για την επιστημονική επάρκεια, αυτή την επιτυγχάνουμε στην ΕΣ∆Υ μέσα
από το υψηλό επίπεδο των διδασκομένων μαθημάτων, αλλά και μέσα από τη
διεπιστημονικότητα. Στην ΕΣ∆Υ σήμερα διδάσκουν καθηγητές από πολλούς
τομείς εκτός ιατρικής, τομείς που είναι απαραίτητοι για κάποιον που θέλει να
εργαστεί πάνω στη ∆ημόσια Υγεία.
Μια που μιλήσατε, όμως, για στρατηγική και όραμα, θα ήθελα να πω ότι
η ∆ημόσια Υγεία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ελιά: τη φυτεύει η
μια γενιά, την κλαδεύει η επόμενη και την καρπούται η μεθεπόμενη. Αυτό
σημαίνει ότι για να αποδώσουν πλήρως τους καρπούς τους τα μέτρα που
λαμβάνονται στην παρούσα στιγμή στον χώρο της ∆ημόσιας Υγείας, θα πρέπει
να περάσει εύλογο χρονικό διάστημα.
HD: Πώς βλέπετε το εγχείρημα του ΕΟΠΥΥ υπό το φως της λιτότητας και
της κάθετης μείωσης των εισροών του;
Η δημιουργία και λειτουργία του ΕΟΠΥΥ έχει εξελιχθεί σε ένα τεράστιο
πρόβλημα. Από τη στιγμή που τα ασφαλιστικά ταμεία εξαρθρώθηκαν, ο
ΕΟΠΥΥ έπρεπε στην ουσία να λειτουργεί χωρίς χρηματοδότηση και αυτό όλοι
το γνώριζαν. Επομένως, όλα ήταν θέμα χρόνου.
Οι προτάσεις αναδιάρθρωσης επιχειρούν να διορθώσουν τα πράγματα ως ένα
βαθμό, όμως όσο η στρόφιγγα της χρηματοδότησης κλείνει από τα ταμεία, η
βιωσιμότητα του εγχειρήματος θα απειλείται, εκτός φυσικά και αν βρεθούν
άλλες πηγές.
Μια που μιλάμε για πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, θα πρέπει να
επισημάνουμε και το εξής: Όσο δημιουργούμε «υδροκέφαλες» δομές ΠΦΥ,
τόσο θα δυναμιτίζουμε την αποτελεσματικότητα στην περίθαλψη και θα
θέτουμε συνεχώς εμπόδια στην πρόσβαση των πολιτών σε αυτήν. Χρειάζεται
εδώ να επαναλάβω το γνωστό, αλλά εξαιρετικά παραστατικό παράδειγμα με
τους αξονικούς τομογράφους:
Η Θεσσαλονίκη, στην οποία διέμενα παλαιότερα, είχε όσους τομογράφους
είχε όλη η Γερμανία. Κάποιος όμως έδωσε την άδεια να δημιουργηθούν αυτά,
τα οποία σήμερα κατακρίνουμε και τα οποία βουλιάζουν το σύστημα υγείας.
HD: Τελευταία βλέπουμε κάποιες
αξιόλογες κινήσεις στην ελληνική
φαρμακοβιομηχανία, είτε
αυτές αφορούν νέα προϊόντα
είτε αφορούν συμμαχίες με
πολυεθνικές για την παραγωγή,
συσκευασία ή διάθεση προϊόντων.
Πώς σχολιάζετε αυτές τις κινήσεις;
Οι ελληνικές φαρμακευτικές
επιχειρήσεις ήταν πάντα κατά
κανόνα πολύ νοικοκυρεμένες,
με σημαντικό ερευνητικό έργο
και πολύ καλά προϊόντα. Όμως
πώς αυτές οι επιχειρήσεις
μπορούν να ανταγωνιστούν
πολυεθνικούς κολοσσούς, όταν
για παράδειγμα κατεβαίνουν σε
διεθνείς διαγωνισμούς; Είναι για
μένα άθλος το γεγονός ότι μερικές
ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες
καταφέρνουν να επιβιώνουν σε αυτές
τις συνθήκες παγκοσμιοποίησης,
να παράγουν νέα προϊόντα και
να επιδιώκουν συμπράξεις και
συμμαχίες.
Αυτό δείχνει το δυναμικό που έχουν
αυτές οι επιχειρήσεις, το οποίο
δυστυχώς συμπιέζεται από πολλούς
παράγοντες και οξύνεται από την
παρούσα κρίση.
HD: Οι επιδημίες, οι οποίες διογκώνονται λόγω κρίσης στη χώρα μας,
εκτός από κίνδυνο για τους πολίτες, κοστίζουν σημαντικά και στο
σύστημα υγείας. Ωστόσο η Πολιτεία δεν δείχνει αποφασιστικότητα στο να
αντιμετωπίσει δραστικά το πρόβλημα. Ποια η γνώμη σας;
Το πρόβλημα των επιδημιών και της αντιμετώπισής τους, λόγω της
μετανάστευσης και της οικονομικής κρίσης, δεν αποτελεί ελληνική
ιδιαιτερότητα, αλλά ευρωπαϊκό πρόβλημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να
αντιμετωπιστεί.
Όμως, σε κάθε κρίση, λέγεται ότι υπάρχουν κάποιοι που ωφελούνται. Θα
πρέπει λοιπόν να δούμε ότι ο «σκληρός πυρήνας» της Ε.Ε. κερδίζει από τις
επιδημίες, μέσω χρηματοδοτήσεων, πώλησης φαρμάκων κ.ά. Για παράδειγμα,
η Βρετανία πήρε μόνο για την καταπολέμηση της νόσου των «τρελλών
αγελάδων» τόσες επιδοτήσεις, όσες είχε λάβει για όλες τις άλλες επιδημίες μαζί.
Όσον αφορά το θέμα της επιβάρυνσης των συστημάτων υγείας, γνωρίζουμε
ότι, σε γενικές γραμμές, η πρόληψη μιας επιδημίας μπορεί να έχει κόστος 1/20
του συνολικού κόστους που θα είχαν τα όποια κατασταλτικά μέτρα που θα
εφαρμόζονταν στην περίπτωση ξεσπάσματος της επιδημίας. Ας πάρουμε για
παράδειγμα τον ιό του ∆υτικού Νείλου: Αυτή τη στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι
να ελέγχουμε όλους τους αιμοδότες για τον ιό αυτό. Το κόστος είναι τέτοιο, που
θα ήταν πιο συμφέρον να αγοράζουμε όλο το αίμα από το εξωτερικό. Αυτό
δείχνει πόσο σημαντική είναι η στρατηγική ∆ημόσιας Υγείας για την Πολιτεία.
Η Εθνική Σχολή ∆ημόσιας Υγείας, που ιδρύθηκε το 1929 από τον Ελευθέριο
Βενιζέλο με πρόταση της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε μια από τις πρώτες
Υγειονομικές Σχολές της Ευρώπης, με στόχο την πρόληψη των νοσημάτων
και την προαγωγή της ∆ημόσιας Υγείας. Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν
δημιουργήθηκε η σχολή, υπήρχε έξαρση μολυσματικών ασθενειών στη χώρα
μας, όπως ελονοσία και φυματίωση. Σήμερα ξυπνούν και πάλι επιδημίες,
πολλές από τις οποίες είχαν ξεχαστεί. Η Σχολή λοιπόν καλείται να ξαναγίνει και
υγειονομική, για να αντιμετωπίσει μια σειρά από προβλήματα που αφορούν
τη δημόσια υγεία και τα οποία διογκώνονται. Καλούμαστε λοιπόν να πάρουμε
άμεσα μέτρα για μια σειρά από επείγοντα θέματα, όπως π.χ. για τον ιό της
λύσσας, ο οποίος ξεκίνησε από την περιοχή του Μέλανα ∆ρυμού πριν μερικά
χρόνια και διασπείρεται στον Νότο, έχοντας ήδη εδώ και καιρό μπει για τα
καλά στη χώρα μας. Παρά την ενημέρωση που είχαμε από τις γειτονικές χώρες
(Σκόπια, Βουλγαρία, Σερβία) για τα περιστατικά λύσσας που καταγράφονται,
η Ελλάδα δεν πήρε κανένα προστατευτικό μέτρο. Έτσι σήμερα φθάσαμε να
έχουμε κρούσματα λύσσας σε ζώα στη Βόρειο Ελλάδα, κρούσματα τα οποία
εμφανίζονται όλο και πιο Νότια στην ηπειρωτική χώρα.
HD: Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε
να δημοσιεύονται αρκετές έρευνες
της ΕΣ∆Υ, οι οποίες έχουν αναδείξει
σημαντικά θέματα της ελληνικής
πραγματικότητας στον χώρο
της Υγείας. Σε ποιους τομείς θα
κατευθύνει η σχολή το ερευνητικό
της έργο στο προσεχές διάστημα;
Θίξατε ένα πολύ καίριο θέμα, το θέμα
της έρευνας, για το οποίο, δυστυχώς,
τα προγνωστικά είναι πολύ δυσμενή.
∆εν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι το
ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας που
πηγαίνει για έρευνα, ανεξαρτήτως
τομέα, τα τελευταία τρία χρόνια είναι
0%. Οι μόνες έρευνες που γίνονται
είναι όσες χρηματοδοτούνται μέσω
των ΕΣΠΑ, που είναι ένα ελάχιστο
ποσοστό, καθώς και οι έρευνες που
έχουν εξασφαλίσει χρηματοδότηση
από τον ιδιωτικό τομέα. Οι λόγοι δεν
είναι μόνο οικονομικοί, αλλά και
γραφειοκρατίας.
Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα: Στο πρόγραμμα αριστείας
«Θαλής», που είναι ένα από τα
σημαντικά ερευνητικά προγράμματα
που έχει η χώρα μας, εγκρίθηκε το
Σεπτέμβριο του 2009 ένα πρόγραμμα
της ΕΣ∆Υ, με βαθμό 3,96 (με άριστα
το 4).
Το 2009 άλλαξε η κυβέρνηση και
συνεπώς και ο υπεύθυνος των
προγραμμάτων και αποφασίστηκε τα
προγράμματα, εγκεκριμένα και μη, να
κρίνονται όχι μόνο από Έλληνες, αλλά
και από ξένους κριτές. Το πρόγραμμα
έπρεπε να χρηματοδοτηθεί στις αρχές
του 2010, όμως η επανάκριση από
τους ξένους τελείωσε το 2011.
Όμως, όταν ένα πρόγραμμα από την
ημέρα που υποβάλλεται χρειάζεται
τέσσερα χρόνια για να κριθεί, είναι
αδύνατο πρακτικά να διατηρήσει την
ίδια ερευνητική ομάδα.
Εάν όμως αλλάξει η ομάδα, πρέπει
να γίνει νέα διαδικασία που διαρκεί
μήνες. Υπάρχει όμως και συνέχεια
στο παράδειγμα που σας αναφέρω:
Το πρόγραμμα εγκρίθηκε τελικώς,
δόθηκε το 15% ως προκαταβολή και
μέχρι σήμερα δεν έχουν ολοκληρωθεί
ούτε καν οι διαγωνισμοί για την
προμήθεια αναλωσίμων.
Όλο αυτό που σας περιέγραψα δείχνει
ξεκάθαρα γιατί δεν προχωρά η
έρευνα στη χώρα μας.
[/spoiler]