Του συγγραφέα Νίκου Δήμου.
Όλοι ξέρουμε τους ήρωες του πολέμου. Κι ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να σας πει πως την Ελλάδα την ελευθέρωσαν ο Κολοκοτρώνης και ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης και η Μπουμπουλίνα.
Αλλά ποιοι έχτισαν την χώρα μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο; Ποιοι δημιούργησαν τάξη μετά το χάος; Ποιοι, ας πούμε, έφτασαν σε αυτή την ακτή, πρόσφυγες, με την μνήμη γεμάτη από τις μεγάλες σφαγές, και οικοδόμησαν αυτό το διαμάντι της αστικής ποιότητας που ονομάσανε οι ίδιοι Ερμούπολη;
Ναι, στον Ερμή, τον θεό του Εμπορίου αφιέρωσαν την πόλη τους. Γιατί ήταν και οι ίδιοι έμποροι, επιχειρηματίες, εφοπλιστές. Αυτοί είναι οι ήρωες της ειρήνης. Τα ονόματά τους δεν τα γράφει με χρυσά γράμματα η «Μεγάλη» ιστορία. Δεν διδάσκονται στα σχολεία, ούτε στεφανώνονται στις εθνικές γιορτές. Θα τα βρείτε μόνο στα σκονισμένα αρχεία του Επιμελητηρίου και στα εξαίσια μαυσωλεία του κοιμητηρίου Αγίου Γεωργίου.
Σκεφθείτε αυτή την πόλη πριν 170 χρόνια. Είναι μία πόλη εμπόρων. Αυτοί την ίδρυσαν, αυτοί την έκτισαν, αυτοί την διοικούν. Το 1827, Ελληνικό κράτος δεν υπάρχει ακόμα, η Επανάσταση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη φάση, ο Ιμπραήμ αλωνίζει στην Πελοπόννησο. Αλλά η Ερμούπολη κάθε μέρα βλέπει και ένα καινούργιο κτίριο, οργανώνεται, αποκτά θεσμούς και θέσφατα, αυτοδιοικείται. Ο Prokesch von Osten, πρόξενος της Αυστρίας, απορεί: στην πρώτη του επίσκεψη το 1924 είδε μόνο σκηνές και παράγκες με άθλιους πρόσφυγες. Έξη μήνες μετά, όταν ξανάρθε, θαύμασε πάνω από εκατό μεγάλα οικοδομήματα. «Εδώ μπορεί να δει κανείς πως γεννιέται μία πόλη» έγραψε στο ημερολόγιό του. Αυτοί που υποστηρίζουν την θεωρία του «λιγότερου κράτους» μπορούν να πάρουν πολλά επιχειρήματα από την ιστορία αυτής της πόλης, που αναπτύχθηκε αυτόνομα. Που δεν την έφτιαξαν πολιτικοί, αλλά έμποροι.
Οι οποίοι, ενώ χτίζουν – δεν ξεχνάνε τον Αγώνα. Στέλνουν γενναίες ενισχύσεις, συγκροτούν επιτροπή για την απελευθέρωση της Χίου (από την οποία κατάγονται οι περισσότεροι) οργανώνουν εκστρατευτικό σώμα με τον Φαβιέρο για την απελευθέρωσή της.
Λίγα χρόνια αργότερα ιδρύουν το πρώτο εμπορικό επιμελητήριο. Η εποχή της ακμής είχε αρχίσει. Θα κρατούσε γύρω στα εξήντα χρόνια. Η Σύρος ήταν τότε «το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο της χώρας» όπως έγραψε στο σχετικό σύγγραμμά του ο Βασίλης Καρδάσης. Αλλά όχι μόνο οικονομικό. Δίπλα στην οικονομία άνθισαν αμέσως οι τέχνες και τα γράμματα. Μόνο να διαβάσει κανείς τις κριτικές θεάτρου και όπερας που έχει συγκεντρώσει ο Μάνος Ελευθερίου, βλέπει με τι κριτήρια και πόση ωριμότητα αντιμετωπίζονταν η τέχνη σε αυτή την πόλη.
Α! ήταν άλλου είδους ράτσα αυτοί οι πρώτοι Ερμουπολίτες. Δεν ήταν μόνο καλοί επιχειρηματίες – ήταν παράλληλα και άνθρωποι με καλλιέργεια και γούστο. Αυτό που με εντυπωσιάζει κάθε φορά που περιδιαβάζω τους δρόμους της παλιάς πόλης, κάθε φορά που βλέπω μνημεία και κτήρια, που διαβάζω παλιά ντοκουμέντα, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έφτιαξαν τίποτα το κακόγουστο.
Σε μία χώρα όπου η κακογουστιά έχει γίνει κανόνας, το γεγονός μίας κοινωνίας που δεν φαλτσάρησε ποτέ στις επιλογές της, προκαλεί τεράστια εντύπωση. Γι αυτό κάποτε ονόμασα αυτούς τους ανθρώπους «εξωγήινους».
Ήταν οι πρώτοι και οι τελευταίοι μας αστοί. Αυτοί και ελάχιστοι άλλοι στην κεντρική Ελλάδα – στο Ναύπλιο, την Πάτρα. Περισσότεροι στην περιφέρεια – Ιόνια νησιά, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια.
Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα για να εξυμνήσουν τους ήρωες του πολέμου. Αλλά εγώ θέλω εδώ να μιλήσω για τους ήρωες της ειρήνης που αθόρυβα δημιούργησαν και έχτισαν. Είναι περίεργο αλλά ενώ πολλοί έχουν εγκωμιάσει τους καλλιτέχνες και τους βασιλιάδες, τους πολιτικούς και τους στρατηλάτες – σχεδόν κανείς δεν σκέφθηκε να γράψει το εγκώμιο του επιχειρηματία.
Όσο κι αν θεωρηθεί ιερόσυλο, βάζω τους επιχειρηματίες πολύ κοντά στους καλλιτέχνες. Ο επιχειρηματίας που έχει όραμα, που οικοδομεί μία μεγάλη μονάδα, από ένα σημείο και πέρα δεν το κάνει πια για το κέρδος. Το κάνει για την χαρά της δημιουργίας. Είναι ένας ποιητής της πράξης. Δεν στήνει λεκτικές κατασκευές, αλλά οικονομικές δομές, μορφές οργάνωσης που αποφέρουν έργο και όφελος στο σύνολο.
Υπάρχουν βέβαια και οι παρασιτικοί επιχειρηματίες. Που απομυζούν αντί να προσφέρουν. Αυτοί, στην ουσία δεν είναι επιχειρηματίες. Δεν «επιχειρούν», δεν ρισκάρουν. Και ούτε είναι ο κανόνας. Άλλωστε, μη και δεν υπάρχουν κακοί συγγραφείς και αρχιτέκτονες;
Ονομάζω τους επιχειρηματίες «ήρωες της ειρήνης», όχι μόνο γιατί τα έργα τους είναι ειρηνικά, αλλά γιατί, περισσότερο από πολλούς που εμφανίζονται σαν ειρηνιστές, συμβάλλουν στην διατήρηση της ειρήνης και στην προσέγγιση των λαών. Αμέσως μετά τον πόλεμο της Παλιγγενεσίας, οι Συριανοί έκαναν εμπόριο με όλους τους λαούς της Μεσογείου – και με τους Τούρκους. Το εμπόριο ενώνει πιο πολύ κι από τις διακηρύξεις.
Πριν από τεσσεράμισι χρόνια, μιλώντας στους επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης, είχα επισημάνει πόσο μπορούσαν να συμβάλουν στην διατήρηση της ειρήνης. Ήταν η εποχή που τα Βαλκάνια καίγονταν και πολλές σπίθες έπεφταν προς το μέρος μας. Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που μιλάνε πολύ για ειρήνη – και ιδιαίτερα στους «επαγγελματίες» ειρηνιστές. Μου φαίνονται πάντα ύποπτοι. Διότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάει κανείς για ειρήνη. Είναι μια αυτονόητη αξία, όπως η ζωή. Να την υπερασπίζεσαι είναι σαν να παραβιάζεις ανοιχτές πόρτες. Αν όμως το κάνεις, έχεις κάποιο απώτερο, ίσως και κρυφό σκοπό.
Απόδειξη αυτού που λεω είναι το γεγονός ότι για πολλά χρόνια στην Ελλάδα τα ειρηνιστικά κινήματα ήταν κλαδικές οργανώσεις διαφόρων κομμάτων και η ειρήνη δεν ήταν μία αλλά πολλές - ανάλογα με την γραμμή του κόμματος. Έτσι, αυτοί που κατέβαιναν στους δρόμους για το Βιετνάμ ή την Νικαράγουα, ξεχνούσαν πως υπήρχε το Αφγανιστάν - και αντίστροφα.
Το να μιλάει κανείς για ειρήνη είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να την πραγματοποιήσει. Και δεν υπάρχει πιο κοινότοπο πράγμα στην γη, από το να είσαι υπέρ της ειρήνης. Ξέρετε εσείς κάποιον που να είναι εναντίον; Μάλλον λοιπόν πρόκειται για το πιο βαρετό θέμα ομιλίας.
Ερώτημα βασικό: Αφού όλοι είναι υπέρ της ειρήνης - τότε πως γίνονται οι πόλεμοι; Πολύ απλό: Για τους πολέμους φταινε πάντοτε οι άλλοι. Ουδέποτε στην ιστορία υπήρξε ομολογία μιας πλευράς ότι φταιει εκείνη. (Παρά μόνο ίσως εκ των υστέρων - και μέσα από τα - σφιγμένα - δόντια).
Ο μόνος λοιπόν τρόπος να κάνουμε κάτι ουσιαστικό για την ειρήνη είναι να γίνουμε οι ‘άλλοι’. Να μπούμε δηλαδή στην θέση των άλλων, των πιθανών ή πραγματικών αντιπάλων και να καταλάβουμε τι τους κινεί.
Η πράξη αυτή αποτελεί και την αρχή κάθε ηθικής σκέψης. Όσο ο άνθρωπος αναγνωρίζει μόνο τον εαυτό του, όσο ο άλλος δεν υπάρχει - ή υπάρχει σαν μειωμένη παρουσία, όχι σαν ίση - τότε δεν υφίσταται ηθική.
Το να μπαίνεις στη θέση του άλλου, είναι η κίνηση που εκφράζεται στις διασημότερες ηθικές παραινέσεις. Από τις παλαιές: «Ό συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις», «αγάπα τον πλησίον σου ως σε αυτόν», μέχρι τις νεότερες όπως την «κατηγορική προσταγή» του Καντ: «Πράττε έτσι ώστε η αρχή που διέπει την πράξη σου να μπορεί να γίνει νόμος για όλους» και την κοινότοπη φράση: «η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
Και καλά όταν ο άλλος, είναι πλησίον, είναι κοντά. Όταν όμως βρίσκεται από την άλλη πλευρά των συνόρων, όταν σε απειλεί (ή νιώθεις πως σε απειλεί) πως να μπεις στη θέση του; Δύσκολο πολύ. Όμως όχι αδύνατο. Και απόλυτα αναγκαίο. Μόνον έτσι θα υπάρξει ελπίδα για την ειρήνη. Διότι μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει πραγματικός διάλογος - και όχι παράλληλοι μονότονοι μονόλογοι.
Ένας Σέρβος συγγραφέας είπε, πριν λίγο καιρό, μια πολύ σημαντική φράση: «Σε εποχές αντιπαράθεσης, ο ρόλος του διανοούμενου είναι να γίνεται συνήγορος των αντιπάλων».
Δηλαδή να μπαίνει στην θέση τους. Να προσπαθεί να καταλάβει τα προβλήματά τους, να νιώσει τις ανάγκες τους, να αποδεχθεί τα επιχειρήματά τους - και να τα παρουσιάσει όλα στην δική του
πλευρά.
Αν πάμε πίσω, στις απαρχές της ιστορίας και σκεφθούμε πως ανακαλύψαμε, πως προσεγγίσαμε, πως αξιολογήσαμε τον ‘άλλο’ θα δούμε κάτι παράξενο. Ότι μας τον γνώρισε όχι τόσο η αγάπη – όσο το συμφέρον.
Παραδοσιακά οι άνθρωποι φοβούνται και υποπτεύονται τον ‘άλλο’, τον ξένο, τον διαφορετικό. Στις ρίζες του ρατσισμού υπάρχει ακριβώς αυτός ο φόβος, αυτή η δυσπιστία. Κι όμως οι άνθρωποι κάποτε ξεπέρασαν αυτή την άρνηση και ήρθαν κοντύτερα σε αυτόν τον άγνωστο της άλλης όχθης.
Τι τους έφερε κοντά; Περισσότερο από τις θρησκείες (που συχνά χωρίζουν) περισσότερο από τις ιδεολογίες, αυτό που από την αρχή ανάγκασε τους ανθρώπους να υπερβούν τα σύνορά τους, ήταν το εμπόριο. Χάρη σ' αυτό γνώρισαν νέους κόσμους και καινούργιες φυλές. Οι πρώτοι ταξιδιώτες, οι πρώτοι εξερευνητές - αλλά και οι πρώτοι διεθνιστές - ήταν έμποροι! Πριν κατακτήσει ο Αλέξανδρος την Ασία, την είχε ήδη κατακτήσει το εμπόριο. Ο Μάρκο Πόλο έμπορος ήταν. Κι ο Κολόμβος βρήκε την Αμερική αναζητώντας νέους εμπορικούς δρόμους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως Κοινή Αγορά. Με εμπορικούς και οικονομικούς στόχους. Σήμερα είναι ήδη μια πολιτική και νομική ενότητα - αύριο θα είναι ένα ενιαίο ομόσπονδο κράτος.
Οι επιχειρηματίες χαράζουν τον δρόμο και οι πολιτικοί τους ακολουθούν.
Τον κόσμο του μέλλοντος, που ελπίζουμε να είναι χωρίς σύνορα και χωρίς πολέμους, δεν θα τον οικοδομήσουν πολιτικοί ούτε ιεραπόστολοι. Επιχειρηματίες και επιστήμονες θα τον φτιάξουν - και ήδη τώρα που μιλάμε τον χτίζουν. Οι πρώτοι δίνουν την κινητήρια δύναμη – οι δεύτεροι τα μέσα.
Ύστερα από δεκαετίες αριστερίστικης σκέψης, έχουμε μάθει να δυσπιστούμε στους επιχειρηματίες αλλά και στους επιστήμονες. Έχουμε μάθει να φοβόμαστε το κέρδος και την τεχνολογία. Είπα αριστερίστικης σκέψης και όχι αριστερής – γιατί ο σοφός Κάρολος Μάρξ αγαπούσε την επιστήμη – και είχε χαρακτηρίσει την εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη ως την πιο δημιουργική και επαναστατική. Η ελπίδα του ήταν βέβαια πως το προλεταριάτο θα την ξεπερνούσε κάποτε σε δημιουργικότητα. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς – σε εκείνες τις προηγμένες κοινωνίες όπου ο Μάρξ περίμενε την επανάσταση, το προλεταριάτο ενώθηκε με την αστική τάξη και δημιούργησαν την τεράστια μεσαία τάξη. Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Τελικά η επιχειρηματική δημιουργική ώθηση (που περικλείει το κέρδος αλλά πολύ συχνά το ξεπερνάει) παρέμεινε η ισχυρότερη και μόνη αποτελεσματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Σωστά το είχε δει ο Μαρξ. Η κριτική του βοήθησε στο να μπουν περιορισμοί στην ασυδοσία και την εκμετάλλευση. Αλλά δεν άλλαξε τίποτα στην δυναμική των πραγμάτων.
Όχι, δεν κινδυνεύουμε από τους επιχειρηματίες. Κινδυνεύουμε, πολύ περισσότερο, από τις συγκεντρωτικές εξουσίες, τα κράτη και τους διαχειριστές τους, τους πολιτικούς. Αυτοί καταπιέζουν, αυτοί εκμεταλλεύονται, αυτοί τελικά δημιουργούν τις συρράξεις και τους πολέμους. Για να στεριώσουν την παρουσία τους, να διευρύνουν την εκλογική πελατεία τους, να στιλβώσουν την δημόσια εικόνα τους, διαγωνίζονται σε δημοκοπία, λαϊκισμό, και φανατισμό. Πουλάνε πραμάτεια φτηνή αλλά πάντα ευπρόσδεκτη σε λαούς στερημένους: μίσος, πατριδοκαπηλεία, σωβινισμό, εθνικισμό.
Όσο κι αν φανεί περίεργο, ελάχιστοι από τους πολιτικούς συγκαταλέγονται στους ήρωες της ειρήνης. Γιατί ελάχιστοι πολιτικοί χτίζουν – η, τουλάχιστον, δίνουν στους άλλους την ευκαιρία να χτίσουν. Οι δημιουργοί, οι χτίστες, οι οικοδόμοι της ειρήνης είναι πρώτα απ’ όλα αυτοί που δημιουργούν τις οικονομικές προϋποθέσεις – επιχειρηματίες, έμποροι, βιομήχανοι, βιοτέχνες, υπάλληλοι, εργάτες. Είναι οι εκπαιδευτικοί, που οικοδομούν ανθρώπους. Οι επιστήμονες που προωθούν την γνώση. Οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που εκφράζουν τον εσωτερικό μας κόσμο.
συνεχίζεται στο αμέσως επόμενο μήνυμα.