06/11/2014
του Σταύρου Λιβαδά.
Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του συνδικαλισμού είναι, διαχρονικά, σημαντικό θέμα για την όποια δημοκρατία. Στη χώρα μας το ζήτημα είναι και εξαιρετικά επίκαιρο, αφού η τροποποίηση του ισχύοντος Συνδικαλιστικού Νόμου, αποτελεί σημαντική και ανεκπλήρωτη, ώς σήμερα, μνημονιακή υποχρέωση.
Για να εντοπίσουμε τα σημεία και τις κατευθύνσεις των αναγκαίων τροποποιήσεων στο Συνδικαλιστικό Νόμο, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του συνδικαλισμού στη χώρα. Σε παθογένειες που προϋπήρχαν και δεν τις θεράπευσε ο Νόμος 1264, ο οποίος ψηφίστηκε το 1982, από την τότε κυβέρνηση του Πασόκ, αλλά και σε προβλήματα που παρουσιάστηκαν στη συνέχεια, εξ αιτίας της εφαρμογής του. Παραθέτω τα , κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερα:
α) το πολύ χαμηλό ποσοστό των εργαζομένων, που συνδικαλίζονται, Η συνδικαλιστική πυκνότητα, όπως ονομάζεται η σχέση εργαζομένων προς συνδικαλισμένους σε έναν κλάδο, στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνει το 11%, στους μισθωτούς το 28%. Το ποσοστό των συνδικαλισμένων Ελλήνων είναι από τα χαμηλότερα της Ευρώπης των 27!
β) η πολυδιάσπαση. Έχουμε 2425 πρωτοβάθμια σωματεία, 74 Ομοσπονδίες και 84 Εργατοϋπαλληλικά Κέντρα, που ανήκουν στη δύναμη της ΓΣΕΕ. Αυτόν τον οργανωτικό πολυκερματισμό, συμπληρώνουν 1260 πρωτοβάθμια σωματεία και 46 Ομοσπονδίες στο χώρο του δημοσίου (δημόσια διοίκηση, υγεία και εκπαίδευση). Αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, κάτω από 200 μέλη, ανά συνδικάτο. Στον κλάδο των μισθωτών η μέση συμμετοχή πέφτει στα 135 μέλη ανά συνδικάτο! Εκτιμούμε πως, κατά μέσο όρο, σε κάθε 15 συνδικαλισμένους συμπατριώτες μας, αντιστοιχεί ένας αξιωματούχος (και θεσμικά προνομιούχος) συνδικαλιστής!
γ) ο έντονος κομματισμός και η παραταξιοποίηση: Τυπικό δείγμα κομματισμού συνιστούν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις. Είναι κομματικές, αναπτύσσονται κάθετα σε όλη τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος και λειτουργούν διασπαστικά, ως συνδικάτα μέσα στα συνδικάτα. Ακραίο δείγμα παραταξιοποίησης είναι η ύπαρξη 12 χωριστών ομοσπονδιών, στον ίδιο κλάδο! Η κατάσταση αυτή αποτελεί εγγύηση αναποτελεσματικότητας για το συνδικαλιστικό κίνημα, διαιωνίζεται, ωστόσο, καθώς τη συντηρούν και την αναπαράγουν οι κομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες!
δ) η απόλυτη κυριαρχία του δημόσιου τομέα (στενού και ευρύτερου). Το 83% των συνδικάτων αφορούν το δημόσιο τομέα. Εκπροσωπούν το 55% των συνδικαλισμένων, ενώ οι υπάλληλοι του δημοσίου, με την ευρύτερη έννοια, αντιπροσωπεύουν μόνο το 34% της μισθωτής απασχόλησης. Οι αριθμοί αυτοί είναι δείγμα του αισθήματος ασφάλειας που "παρέχουν" στον συνδικαλιζόμενο τα συνδικάτα του δημοσίου, καθώς και της «έλξης» που ασκούν τα πελατειακά δίκτυα που αναπτύσσονται εκεί. Οι «δημόσιοι» επιβάλλουν ολοκληρωτικά τη θεματική, τα εκάστοτε αιτήματα και τις προτεραιότητες των συνδικαλιστικών αγώνων και σχεδόν μονοπωλούν τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Από τα 130 μέλη των Διοικήσεων ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τα 122 είναι υπάλληλοι δημοσίου και μόνο οι 8 προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.
ε) Οι εργαζόμενοι στο 98% των ιδιωτικών επιχειρήσεων στερούνται, ουσιαστικά, συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, αφού αυτές οι επιχειρήσεις απασχολούν κάτω από 20 εργαζόμενους, με συνέπεια να μην μπορεί να ιδρυθεί εκεί εργασιακό σωματείο! Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτερες παραβιάσεις της εργασιακής νομοθεσίας συντελούνται στις μικρές επιχειρήσεις.
στ) η συνεχιζόμενη οικονομική χρηματοδότηση των συνδικάτων από το κράτος, η οποία συνιστά θεσμοθετημένο κρατικό παρεμβατισμό, με πολλαπλές συνέπειες, όσον αφορά την αυτονομία τους. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε την συγκαλυμμένη δυνατότητα χρηματοδότησης των συνδικάτων από τους εργοδότες, που παρέχει ο Ν1264/82, ο οποίος, κατά τα άλλα την... απαγορεύει. Το άρθρο 5 παρ. 4, επιτρέπει εξαιρέσεις και θεσμοθετεί μια πηγή συναλλαγής και διαφθοράς, η οποία κατά καιρούς… αναβλύζει, όπως δείχνουν και τα σχετικά σκάνδαλα, που κάθε τόσο φτάνουν στη δημοσιότητα. Μέγα και διαρκές σκάνδαλο συνιστά, επίσης, η συνεχής αιμοδοσία των ελλήνων φορολογουμένων χάριν του ασφαλιστικού ταμείου της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, το οποίο χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με 600 και πλέον εκατομμύρια Ευρώ ετησίως!
ζ) τα σκανδαλώδη προνόμια που παρέχει στους συνδικαλιστές ο Νόμος 1264/82., με τις λεγόμενες «συνδικαλιστικές άδειες»: μεγάλος αριθμός συνδικαλιστών, κυρίως του δημοσίου, έχει διακόψει κάθε σχέση με την εργασία του, ενώ συνεχίζει να αμείβεται κανονικά. Με βάση το ισχύον πλαίσιο, η υπερμεγέθης συνδικαλιστική γραφειοκρατία, εύκολα αυτονομείται από τη "βάση", εκμεταλλεύεται τα μεγάλα προνόμια, που της παρέχει ο ρόλος και η διακριτή θέση της και λειτουργεί περισσότερο για τα δικά της συμφέροντα και πολύ λιγότερο γι αυτά των εργαζομένων.
η) οι θεσμικές «ευκολίες» που παρέχονται από τον Συνδικαλιστικό Νόμο, στην κήρυξη απεργιών, αφού μπορούν να τις αποφασίζουν διοικητικά συμβούλια και στην καλύτερη των περιπτώσεων, ολιγομελείς γενικές συνελεύσεις. Οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, στη λειτουργία του κράτους, στην καθημερινή ζωή των πολιτών, στην παρεχόμενη παιδεία, εξ αιτίας αυτής της κατάστασης είναι μακροχρόνιες και δύσκολα αντιμετωπίσιμες, όπως πρόδηλη είναι και η "συμβολή" της στην κυριαρχία της κουλτούρας της βίας, έναντι του διαλόγου και της συνεννόησης, στη δημόσια ζωή.
Συμπερασματικά θα ‘λεγε κανείς ότι η ελληνική οικονομία, στην οποία κυριαρχούν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί με τη μεγάλη εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή, όπου ανθούν και καρποφορούν οι πελατειακές σχέσεις, έχει τη συνδικαλιστική δομή και λειτουργία, που της αναλογεί. Έναν διογκωμένο αριθμό συνδικάτων, αντί για ένα μονοψήφιο αριθμό μεγάλων οργανώσεων. Μια συνδικαλιστική δομή που αναπαράγει μια εξίσου διογκωμένη και προνομιούχα συνδικαλιστική γραφειοκρατία, Μια λειτουργία στην οποία κυριαρχεί η συντεχνιακή λογική και τα κάθε είδους πελατειακά δίκτυα. Η εικόνα του συνδικαλισμού στη χώρα αποκαλύπτει μια ακόμα πλευρά ενός συντεχνιακού κράτους, μιας «δημοκρατίας των προνομίων», μια εικόνα, δηλαδή, της Ελλάδας της χρεωκοπίας! Νομίζω, λοιπόν, πως τα προβλήματα, οι παθογένειες, η συνακόλουθη αδυναμία και αναξιοπιστία του συνδικαλιστικού κινήματος, έχουν βαθύτερα αίτια και κανείς συνδικαλιστικός νόμος, όσο τέλειος και να είναι, δεν μπορεί να τα επιλύσει και θεραπεύσει δια μιας. Ωστόσο ο ισχύων Συνδικαλιστικός Νόμος, προϊόν μιας άλλης εποχής, πρέπει να υποστεί ριζική αναμόρφωση.
Αναφέρω συνοπτικά του βασικούς άξονες των τροποποιήσεων που, κατά τη γνώμη μου, απαιτούνται:
-Το καθεστώς των «συνδικαλιστικών αδειών» πρέπει να καταργηθεί για τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις και να περιοριστεί δραστικά στις υπόλοιπες βαθμίδες.
-Οι απεργίες σε έναν κλάδο να αποφασίζονται έπειτα από καθολική μυστική ψηφοφορία όλων των εργαζομένων, σε αυτόν. Αν υπάρχει η σχετική βούληση δεν είναι τεχνικά δύσκολο να οργανωθούν διαδικασίες ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τους κλάδους, τα μέλη των οποίων, έχουν πανελλαδική διασπορά (π.χ. δάσκαλοι, καθηγητές κ.λ.π.)
-Όποιος απεργεί δεν πληρώνεται τις μέρες της απεργίας.
-Να καταργηθεί η άμεση και έμμεση χρηματοδότηση των συνδικάτων από το κράτος και την όποια εργοδοσία.
Δεν με βρίσκει σύμφωνο η πρόταση για θέσπιση του δικαιώματος ανταπεργίας της εργοδοσίας (για την ακρίβεια η επαναφορά του μέτρου, αφού ίσχυε παλιότερα και καταργήθηκε με τον 1264/82). Το λοκ άουτ υπάρχει στη Γερμανία, αλλά εκεί λειτουργεί η δημοκρατία, περί τα εργασιακά. Σε μας, με τη δεδομένη δομή και λειτουργία κράτους, εργοδοσίας, και συνδικαλιστικού κινήματος, η εισαγωγή του λοκ άουτ θα επιτείνει ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και εκμετάλλευσης, σε βάρος των πιο αδύναμων. Άλλωστε αν εισαχθεί ως προϋπόθεση απεργιακής κινητοποίησης η μυστική και καθολική ψηφοφορία όλων των εργαζομένων σε έναν κλάδο, εκλείπει, πιστεύω, ο βασικός λόγος για τον οποίο προτείνεται αυτό το μέτρο.
Το κείμενο βασίζεται σε παρέμβασή μου στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη Θέσεων της «Δράσης» (1&2 Νοεμβρίου), όπου κλήθηκα και συμμετείχα (όπως και άλλοι, σε άλλα θέματα), ως «εξωτερικός»- εκτός κόμματος- σχολιαστής του ομώνυμου Σχεδίου Θέσης.
Ο Σταύρος Λιβαδάς είναι ιδρυτικό μέλος της Πρωτοβουλίας των 58Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος