Eφημέρευα ένα βράδυ στο Βενιζέλειο, και στη πόρτα ξεπρόβαλε ένας άντρακλας, Ανωγειανός από τη προφορά, με το γιό του.
Θυμάρι και γάλα μύριζε από τη ζωή του στη φύση. Το παιδάκι βέβαια διστακτικό και λιγάκι φοβισμένο. Ο πατέρας το παρότρυνε να μη φοβάται.
Αποφάσισα λοιπόν να πειράξω λιγάκι τον πατέρα και την αγέρωχη καταγωγή του. Απευθυνόμενος λοιπόν στο μικρό του είπα:
-Eλα μωρέ επαδέ. Δε ντρέπεσαι; Φοβούνται μωρέ οι άντρες;
Σιγά σιγά το παιδάκι ξεθάρεψε, εξετάσθηκε, δεν είχε και τίποτα το σοβαρό.
Απευθυνόμενος στο τέλος και στους δυό ρώτησα:
-Γιάντα φοβάται ετσά; Από πού είσαστε;
-Από δω κοντά, απάντησε ο πατέρας...