Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας ως έννοια σήμερα έχει πρακτικά περιοριστεί στο επίπεδο που αφορά τις υπηρεσίες υγείας (πρόληψη, φροντίδα, περίθαλψη) και θα την συναντήσουμε με τους όρους πρωτοβάθμια φροντίδα (primary care) ή γενική ιατρική (general practice) ή οικογενειακή ιατρική (family medicine). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι η συνέχεια στην φροντίδα, η χρήση αρχών των μαθηματικών και της οργάνωσης, και τέλος, η εστίαση στο άνθρωπο ως σύνολο σωματικό και ψυχικό.
Η συνέχεια στην φροντίδα απαιτεί μια συνεχή και μακρόχρονη παρακολούθηση που δεν μετριέται σε επισκέψεις ή υπηρεσίες που παρέχονται. Στην ΠΦΥ, ένα πρόβλημα υγείας έχει μια διαχρονική και συνεχιζόμενη φροντίδα που κρατάει χρόνια ή και δεκαετίες. Αυτό δυσκολεύει την εναλλαγή γιατρών και προσωπικού: Η σχέση του πολίτη με τον γιατρό ή γενικότερα τον επαγγελματία υγείας καλλιεργείται σταδιακά μέσα από εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση. Το να βλέπεις κάθε φορά και άλλο γιατρό, ή η απρόσωπη σχέση που καλλιεργείται στα πλαίσια της μείωσης του κόστους αποδομεί την συνέχεια και την εμπιστοσύνη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πλειοψηφία των χωρών της υφηλίου, ο οικογενειακός ιατρός το αναλαμβάνει προσωπικά σαν έργο, και ακόμη και σε επίπεδο συνεργασίας σε ένα group practice, κάθε γιατρός είναι αυτόνομος και έχει τους ασθενείς του. Αυτό δεν αποκλείει ιατρούς με υπαλληλική σχέση για έκτακτα περιστατικά, όμως χώρες όπως πχ το Ηνωμένο Βασίλειο που υιοθέτησαν ένα έντονα υπαλληλικό μοντέλο βασισμένο στην τεκμηρίωση και κατανεμημένης ευθύνης, έχουν την χαμηλότερη αποδοχή από τους πολίτες και αποτελούν μάλιστα παράδειγμα προς αποφυγή στο σχεδιασμό συστήματος υγείας για την ΠΦΥ.
Ταυτόχρονα, η ΠΦΥ δημιουργεί προκλήσεις που απαιτούν διαφορετική διαγνωστική από την νοσοκομειακή. Σχεδόν κάθε νόσημα έχει κλινικά συμπτώματα εν τη γεννέση του, που διαφέρουν από την τελική κλινική εικόνα όταν το νόσημα έχει πλήρη επέκταση. Στην ΠΦΥ, αξιοποιούνται μοντέλα πιθανοτήτων και διαχείρισης της πληροφορίας για την επιλογή διαγνωστικών και θεραπευτικών διαδικασιών, πχ η αντιβίωση σε μια κυστίτιδα δεν βασίζεται αποκλειστικά σε κατευθυντήριες οδηγίες αλλά στην μικροβιακή αντοχή της περιοχής, ή η επιλογή για διαγνωστική απεικόνιση σχετίζεται με την κλινική εικόνα, το προηγούμενο ιστορικό, την κληρονομικότητα, την δυνατότητα πρόσβασης, και λιγότερο με τις κατευθυντήριες οδηγίες κάθε ιατρικής ειδικότητας. Τα παραπάνω δημιουργούν τεχνολογικές απαιτήσεις και είναι τεκμηριωμένο ότι οι γιατροί που πρώτοι αξιοποίησαν την πληροφορική ήταν οι οικογενειακοί ιατροί, ακόμη κι όταν οι υπολογιστές δεν ήταν εύχρηστοι στη χρήση. Σήμερα, η αξιοποίηση εφαρμογών στην πληροφορική είναι πρακτικά μονόδρομος, με περισσότερη συμμετοχή του πολίτη και την εισαγωγή πρωτογενών δεδομένων από την καθημερινότητα του πολίτη αλλά και από το γονιδίωμα του.
Αν τα παραπάνω μοιάζουν δυσνόητα για πολλούς, ίσως περισσότερο για κάποιους γιατρούς, τεκμηριώνεται συνεχώς όλο και περισσότερο η συμμετοχή της "ψυχής" στην "νόσο". Η έλλειψη ψυχικής υγείας, χωρίς την ύπαρξη ψυχιατρικού νοσήματος, σηματοδοτεί την έναρξη σοβαρών σωματικών νοσημάτων. Ποιος θα φανταζόταν πριν κάποια χρόνια, ότι ο εγκέφαλος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και στην επιδείνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη; Και φαίνεται ότι η ΠΦΥ έχει ένα εξαιρετικά σημαντικό προληπτικό ρόλο σε αυτό τον τομέα, που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο όχι ως νόσημα, όχι ως όργανο, αλλά ως σύνολο "σώματος" και "ψυχής".